Η Ψυχολογία του ρατσισμού

Η Ψυχολογία του ρατσισμού

Ρατσισμός είναι το σύνολο των αντιλήψεων ή συμπεριφορών προς άτομα ή ομάδες ατόμων που ορίζονται ως ξένοι ή διαφορετικοί βάσει της φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής και οδηγούν σε περιθωριοποίηση, αποκλεισμό και αρνητική διάκριση προς αυτά.

Ο ρατσισμός ξεκινά, ως ιδεολογικό φαινόμενο, από τη νοηματοδότηση του άλλου ως ξένου ή διαφορετικού και βασίζεται σε γνωσιακές αναπαραστάσεις αντλούμενες από λαϊκές προκαταλήψεις, την κοινωνική ιστορία αλληλεπίδρασης διαφόρων ομάδων αλλά και επιρροές ή πιέσεις για την ιεραρχική κατάταξη της κάθε ομάδας εξυπηρετώντας οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που διατηρούν την ανισότητα μεταξύ των ομάδων. 

Όπως καταλαβαίνουμε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον ρατσισμό παρά μόνο ερευνώντας τον πολυεπίπεδα, δηλαδή ατομικά (ψυχολογικοί μηχανισμοί), κοινωνικά αλλά και πολιτικοοικονομικά. Εστιάζοντας στις κοινωνικο-ψυχολογικές διαστάσεις του ρατσισμού θα αναφερθούμε επιγραμματικά στις διαφορετικές – και συμπληρωματικές θα έλεγα – θεωρητικές οπτικές: 

Προκαταλήψεις και στερεότυπα

Είναι παγκόσμιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό η τάση να κατηγοριοποιούμε και ομαδοποιούμε τις πληροφορίες που συλλέγουμε καθημερινά σε σύνολα. Πρόκειται για έναν νοητικό μηχανισμό που μας βοηθάει  ν’ ανταπεξέλθουμε στην ατελείωτη περιπλοκότητα που αντιμετωπίζουμε στο περιβάλλον μας. Στο πλαίσιο αυτό, βάζουμε και τους ανθρώπους σε κατηγορίες. Επίσης παγκόσμιο χαρακτηριστικό είναι η θετικότερη αξιολόγηση της κατηγορίας-ομάδας στην οποία συμμετέχουμε κι εμείς σε σχέση με την όποια άλλη κατηγορία-ομάδα. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά είναι οι βάσεις για τη δημιουργία προκαταλήψεων και στερεοτύπων, τα οποία καθιστούν αυθαίρετες πεποιθήσεις που συνδέουν χαρακτηριστικά ή ιδιότητες με ομάδες ανθρώπων, πχ. οι Άγγλοι είναι κρύοι ή οι δικηγόροι είναι ψεύτες, κλπ. Είναι κρίσεις  προ-διαμορφωμένες, επιλεκτικές υπερ-γενικεύσεις που ευνοούν τα μέλη της ενδο-ομάδας ενώ απαξιώνουν τα μέλη των εξω-ομάδων. Τα συμπεράσματα βασίστηκαν στα κλασσικά πειράματα των Tajfel & Wilkes τα οποία επιβεβαίωσαν και παλαιότερα ευρήματα ερευνών. 

Αυταρχική προσωπικότητα

Βασιζόμενοι στην ψυχοδυναμική προσέγγιση οι Adorno, Frenkel-Brunswik, Levinson & Stanford διεξήγαγαν έρευνα που δημοσιεύτηκε το 1950 και βασίστηκε στο ερώτημα «Γιατί οι αντικρουόμενες πολιτικές ιδεολογίες ασκούν τόσο διαφορετική έλξη σε διαφορετικά άτομα;». Η έρευνα εισήγαγε την αυταρχική-απολυταρχική προσωπικότητα η οποία εμπεριέχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, διακατέχεται από ισχυρές τάσεις εθνοκεντρισμού και έλκεται από τη φασιστική ιδεολογία.  Τα χαρακτηριστικά αυτού του τύπου προσωπικότητας είναι η στερεοτυπικότητα της σκέψης, η συμβατικότητα, η ακαμψία και η  συμμόρφωση με τα καθεστώτα, ο σεβασμός στην ισχύ και η υπακοή και ως μεθόδους εκπαίδευσης αναγνωρίζει την τιμωρία και τη πειθαρχεία. Οι ιδιότητες της προσωπικότητας αυτής αποδόθηκαν στις γονεϊκές πρακτικές που ενσταλάζουν στα παιδιά τους υπακοή σε κάθε μορφή εξουσίας και συγχρόνως επιβάλλουν την πειθαρχεία σ’ αυτά με τιμωρία. Συνέπεια αυτών των πρακτικών είναι η δημιουργία ενός υπερεγώ τιμωρητικού, με τυφλή υπακοή στους κοινωνικούς κανόνες που μετατοπίζει την έκφραση της συσσωρευμένης εχθρότητας προς ομάδες που θεωρούνται πιο αδύναμες ή κατώτερες (όπως οι μειονοτικές ομάδες) καθότι αδυνατούν να στραφούν προς τις εκάστοτε φιγούρες εξουσίας. Οι ερευνητές κατέληξαν ότι ιδεολογίες που αντανακλούν κυριαρχικότητα είναι ελκυστικότερες για συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων, δηλαδή υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του χαρακτήρα του ατόμου και της ιδεολογίας που υπερασπίζεται. Η θεωρία αυτή, αν και πολύ σημαντική, δεν εξηγεί τη συλλογική έκφραση του ρατσισμού και δεν φωτίζει τη σημασία των οικονομικών συμφερόντων στη διατήρηση άνισων σχέσεων μεταξύ ομάδων με διαφορετική ισχύ. Περαιτέρω κατανόηση της προσωπικής διάστασης του ρατσισμού δίνει παραταύτα και η Melanie Klein, θεωρητικός της ψυχαναλυτικής προσέγγισης, εξηγώντας ότι η ευχαρίστηση πηγάζει από την ταύτιση του ατόμου με τις αρχικές φιγούρες εξουσίας, δηλαδή τους γονείς εν αρχής (αλλά και συγγενείς, δασκάλους, κλπ). Όταν αυτές έχουν προκαλέσει ταπείνωση και πόνο στην παιδική ηλικία ενός ατόμου, το άτομο μεγαλώνοντας αντλεί ευχαρίστηση από την αντιστροφή των ρόλων θύτη/θύμα. 

Η θέση μας στην ομάδα

Σημαντικές έρευνες όπως των Sherif & Sherif, Tajfel & Turner έχουν αναδείξει ότι πέρα από τις διαφορετικές προσωπικότητες των ατόμων και μόνο η υπαγωγή σε μια ομάδα έχει πολύ ισχυρές συνέπειες. Αυτές γίνονται διακριτές από τον τρόπο που το κάθε άτομο-μέλος σχετίζεται με άλλα άτομα ή ομάδες, αλλά και από τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του στο πλαίσιο της δικής του ομάδας. Οι έρευνες των πρώτων (Sherif & Sherif) που διεξήχθησαν σε παιδικές κατασκηνώσεις, ανέδειξαν ότι δεν απαιτούνται χαρακτήρες αυταρχικοί, ασταθείς, ή με δυσκολίες προσαρμογής για να αναπτυχθεί εχθρότητα ανάμεσα σε ομάδες. Είναι αρκετό να δημιουργηθεί μια αντικειμενική ή και μη-αντικειμενική σχέση ανταγωνισμού για να εμφανιστούν όλα τα χαρακτηριστικά της προκατάληψης, δηλαδή στερεότυπα, αρνητικές αντιλήψεις και επιθετικά συναισθήματα. Οι δεύτεροι ανέδειξαν ότι το κάθε άτομο όταν συμπεριφέρεται ως μονάδα το κάνει βάσει των προσωπικών του χαρακτηριστικών. Όταν όμως αποτελεί μέλος μιας ομάδας τα προσωπικά χαρακτηριστικά «κρύβονται» πίσω από την ομάδα, άρα το άτομο αποπροσωποποιείται και κατηγοριοποιεί τον εαυτό του μαζί με τους άλλους. Τα τρία στάδια της θεωρίας που αναπτύχθηκε είναι η κοινωνική κατηγοριοποίηση (πχ. ανήκω στην μπλε ομάδα), η κοινωνική ταυτοποίηση (έχω μπλε ταυτότητα), η κοινωνική σύγκριση (η ομάδα μου είναι καλύτερη από τις άλλες). 

Ερμηνευτικά σχήματα & Επικοινωνία

Οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι φτιάχνουν νοήματα και ερμηνείες σχετικά με τις κατηγοριοποιήσεις και τις αρνητικές διακρίσεις εξετάζονται από την κοινωνικο-κονστρουξιονιστική προσέγγιση. Τα νοήματα και οι ερμηνείες εξετάζονται ως μέρη ευρύτερων ιδεολογικών σχημάτων τα οποία ενδυναμώνονται από την επικοινωνία. Έτσι παράγοντες όπως η καθημερινή ομιλία, οι πολιτισμικές αφηγήσεις, το σχολείο, τα μέσα επικοινωνίας συντηρούν και αναπαράγουν λαϊκές προκαταλήψεις και συμφέροντα σε οικονομικό ή πολιτικό επίπεδο. 

Μπορεί κάτι να γίνει;

Πέρα από τον τρόπο ανατροφής και διαπαιδαγώγησης του κάθε ξεχωριστού ατόμου μέσα στην οικογένεια υπάρχουν και κοινωνικά εργαλεία που μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση του ρατσισμού. 

Ήδη από τη δεκαετία του 1950 ο Gordon Allport είχε εισαγάγει την υπόθεση της ανάμιξης διαφορετικών ομάδων σε θετικές συνθήκες ώστε να μειωθεί η κοινωνική προκατάληψη. Οι απαραίτητες συνθήκες είναι η συνεργασία προς έναν κοινό στόχο, η ισοτιμία μεταξύ των ομάδων και η υποστήριξη των τοπικών εξουσιών και των κοινωνικών κατεστημένων. Πληθώρα ερευνών από τότε ως και σήμερα ενισχύουν την υπόθεση αυτή. 

Άλλες τεχνικές ενισχύουν τις παρεμβάσεις στο σχολείο, ειδικά σε παιδιά δημοτικού, όπου οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα δεν έχουν ακόμη παγιωθεί, αλλά και οι ανταλλαγές μαθητών από χώρα σε χώρα, οι φιλίες (δι’ αλληλογραφίας ή από κοντά) με άτομα άλλων φυλετικών ή εθνοτικών ομάδων έχουν πολύ θετικά αποτελέσματα στη μείωση ή και εξάλειψη των προκαταλήψεων. 

Πολύ σημαντική παράμετρος παρέμβασης είναι και η σταθερή αίσθηση & απόδοση δικαιοσύνης. Αν μια ομάδα υπάρχει υπόνοια ή όντως αντιμετωπίζεται ευνοϊκότερα τότε δημιουργείται το πλαίσιο για εντάσεις που εκφράζονται με κοινωνικό αυτοματισμό. Βίαιες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές (φτωχοποίηση, ανεργία, κλπ) επίσης συμβάλουν στο διαχωρισμό διαφορετικών κι ανταγωνιστικών ομάδων που αργά ή γρήγορα θα οδηγηθούν σε σύγκρουση.

(φωτογραφία: Luca Savettiere)

Logo Ειρήνη Ντάκου
Ψυχολόγος

Συμβουλευτική – Ψυχοθεραπεία
Επαγγελματικός Προσανατολισμός

Λέλας Καραγιάννη 18
163 42, Άνω Ηλιούπολη
Αθήνα

Newsletter

Γίνετε συνδρομητές
στο newsletter μας